σπουδαῖον

σπουδαῖον
σπουδαῖος
in haste
masc acc sg
σπουδαῖος
in haste
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς …   Dictionary of Greek

  • ARGO — navis in qua Iason cum 54. Heroibus Thessalis Colchos navigavit. Denominis ratione variant Ecymologi. Sententiae eorum ad sex classes revocari possunt. Primo Nonnullis dicta videtur ab Architecti, cuius nomen Argos: de quo Val. Flacc. l. 1. v. 93 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ευλογητικός — ή, ό και βλογητικός, ιά, ό (Μ εὐλογητικός, ή, ό και βλογητικός, ιά, ό και βλοητικός, ιά, ό) [ευλογητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευλογία, αυτός που τελείται με ευλογία 2. αυτός που δίνει ευλογία, ο ευλογητής 3. το θηλ. ως ουσ. η… …   Dictionary of Greek

  • ισηγορία — η (Α ἰσηγορία, ιων. τ. ἰσηγορίη) [ισήγορος] το δικαίωμα να μιλά κάποιος εξίσου με άλλον, ισότητα ως προς την έκφραση τού λόγου, ελευθερία τού λόγου αρχ. 1. πολιτική ελευθερία, ισότητα («ἰσηγορίη ἐστὶ χρῆμα σπουδαῑον», Ηρόδ.) 2. ισονομία, ισότητα… …   Dictionary of Greek

  • όψη — η (ΑΜ ὄψις) 1. το εξωτερικό μέρος προσώπου ή πράγματος, αυτό που κατ εξοχήν φαίνεται, η επιφάνεια (α. «η όψη τού υφάσματος» β. «δῶρον, οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», Σοφ.) 2. πρόσωπο, έκφραση, θωριά, φυσιογνωμία (α. «γελαστή όψη» β. «ὄψιν τέρειναν τήνδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”